ἐπίπλοα

ἐπίπλοα
ἐπίπλοα
neut nom/voc/acc pl
ἐπίπλοον
fold of the peritoneum
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐπιπλόων — ἐπίπλοα neut gen pl ἐπίπλοον fold of the peritoneum neut gen pl ἐπίπλοος 1 sailing against masc gen pl ἐπίπλοος 2 sailing against masc gen pl (epic doric ionic) ἐπιπλάζω fut part act masc voc sg (epic) ἐπιπλάζω fut part act neut nom/voc/acc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”